- ἀστραγάλισις
- ἀστρᾰγάλ-ῐσις, εως, ἡ,A playing with ἀστράγαλοι, Arist.Rh.1371a2 (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αστραγάλισις — ἀστραγάλισις, η (Α) [αστραγαλίζω] το να παίζει κανείς με αστραγάλους … Dictionary of Greek
ἀστραγάλισις — playing with fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστραγαλίσεις — ἀστραγάλισις playing with fem nom/voc pl (attic epic) ἀστραγάλισις playing with fem nom/acc pl (attic) ἀστραγαλίζω play with aor subj act 2nd sg (epic) ἀστραγαλίζω play with fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)